φαρικός

φαρικός
η , ό[ν] маячный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φαρικός" в других словарях:

  • φαρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους 2. φρ. α) «φαρικά τέλη» τέλη που καταβάλλονται από εμπορικά πλοία τα οποία προσορμίζονται και ενεργούν εμπορικές πράξεις σε λιμάνι, όρμο ή ακτή τής Ελλάδας και ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι… …   Dictionary of Greek

  • φαρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους φάρους, που είναι των φάρων: Φαρικά τέλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»